- χτικιασμένος
- -η, -ο, Νβλ. χτικιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χτικιασμένος — η, ο φυματικός, χτικιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στηθικός — ή, ό / στηθικός, ή, όν, ΝΑ [στῆθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος νεοελλ. αυτός που έχει προσβληθεί από φυματίωση, φυματικός, χτικιασμένος … Dictionary of Greek
χτικιάζω — Ν 1. (αμτβ.) προσβάλλομαι από χτικιό, από φυματίωση («χτίκιασε και πέθανε νέος») 2. (μτβ.) βασανίζω πολύ, ταλαιπωρώ κάποιον («μέ χτίκιασε αυτή η δουλειά») 3. (αμτβ.) βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («αυτόν τον μήνα κουράστηκα, χτίκιασα») 4. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
χτικιάζω — χτικιάζω, χτίκιασα, χτικιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φθισικός, -ή — και ιά, ό και φτισικός, ή και ιά, ό αυτός που πάσχει από φθίση (βλ. λ.), ο φυματικός, ο χτικιάρης, ο χτικιασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυμάτια ή στη φυματίωση (βλ. λ.). 2. αυτός που πάσχει από φυματίωση, φθισικός, χτικιάρης, χτικιασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χτικιάζω — χτίκιασα, χτικιασμένος 1. παθαίνω χτικιό, προσβάλλομαι από φθίση. 2. κάνω κάποιον να χτικιάσει: Με χτίκιασε με τη στάση της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χτικιάρης, -α, -ικο — 1. ο φυματικός, ο χτικιασμένος. 2. ο αδύναμος, ο αρρωστιάρης: Δεν τον παντρεύομαι αυτόν το χτικιάρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)